περιοικώ

περιοικώ
-έω, ΜΑ [οικώ]
κατοικώ, βρίσκομαι στη γύρω περιοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιοικῶ — περιοικέω dwell round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιοικέω dwell round pres ind act 1st sg (attic epic doric) περϊοικῶ , περιοικέω dwell round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περϊοικῶ , περιοικέω dwell round pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοίκῳ — περίοικος dwelling round masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… …   Dictionary of Greek

  • περιοίκημα — τὸ, Α [περιοικώ] γειτονική κατοικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”